εὔσφαιρος

εὔσφαιρος
εὔσφαιρος, ον,
A fair and round, of pearls, Tz.H.11.490; ζῷα ib.7.726.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”